Il suono nel lavoro di Zafos Xagoraris: consonanze tra arte e antropologia / Sound in the work of Zafos Xagoraris: Consonances of Art and Anthropology_2009

Στο Claudia Zanfi (επιμ.), Going Public, Μιλάνο: Silvana Editoriale, σ. 154-165.

Το έργο του Ξαγοράρη και πολλών άλλων σύγχρονων καλλιτεχνών, όταν αντιμετωπιστεί ως ενότητα συνδιαλέγεται με την ανθρωπολογία, όχι στο επίπεδο της εξωστρεφούς θα λέγαμε χρήσης εθνογραφικού υλικού με βάση την έρευνα πεδίου (όπως η σύγχρονη εθνογραφική τέχνη), αλλά ως συγκροτημένη οπτική που στοχεύει στην κριτική ανάλυση του πολιτισμού, παρόμοια ως προς αυτό με την ανθρωπολογία (όπως επισημαίνουν οι ανθρωπολόγοι Marcus και Myers, 1995). Κατά τη γνώμη μου, με τα δικά του ιδιότυπα μέσα, το έργο του Ξαγοράρη σχολιάζει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο που διαμορφώνονται παγκόσμια οι σχέσεις μεταξύ ατόμων και κοινωνιών. Μας προτρέπει, επ’ αυτού, να αναρωτηθούμε μήπως ο παγκόσμιος χαρακτήρας που παίρνουν σήμερα οι θεσμοί της τέχνης συμβάλλει σε γενικότερες χρήσεις επιτόπου, σε διαφορετικά κοινωνικοπολιτισμικά συμφραζόμενα, μηχανών κυριαρχίας επί του περιβάλλοντος κόσμου, δυτικής σύλληψης. Δεν εννοώ την εξάπλωση των σύγχρονων τεχνολογιών, κάτι που δεν χρειαζόμαστε ένα έργο τέχνης για να το αναγνωρίσουμε, αλλά κυρίως την εξάπλωση, μέσω της τέχνης, κάποιων μικροσκοπικών τεχνικών διαμόρφωσης μιας αίσθησης και μιας αισθητικής του εαυτού σύμφωνα με δυτικά πρότυπα. Αναφέρομαι σε μια τέχνη του εαυτού, κατά τον Foucault, που εμφανίζεται ως προϊόν σύγχρονων μορφών βιοεξουσίας αλλά και ως αντίσταση σε αυτές. 

Επίσης, στο βαθμό που το έργο του Ξαγοράρη υποδεικνύει την τέχνη ως τεχνολογία ή καλύτερα ως τεχνική κατασκευής θαυμάτων που ταυτόχρονα γοητεύουν αλλά και αποσταθεροποιούν την πίστη σε αυτά, συνδιαλέγεται άμεσα με την ανθρωπολογία και την έμφαση που δίνει στις σχέσεις τέχνης, τεχνικής, μαγείας και θρησκείας. Θέτει, επιπλέον, ένα βασικό σύγχρονο ζήτημα πίστης: πίστης σε θαύματα όπως της τέχνης, ως αποτελεσματικής γοητείας, γητειάς δηλαδή, αλλά και γενικότερα, εμπιστοσύνης στη δύναμη μιας κοινωνικής σχέσης. Το θέμα αυτό αφορά τόσο την ανθρωπολογία (και εν γένει τις κοινωνικές επιστήμες) όπου κυριαρχούν θεωρίες περί του κατασκευασμένου χαρακτήρα της πραγματικότητας, όσο και, κατεξοχήν, τη σύγχρονη τέχνη (ιδιαίτερα, μάλιστα, τη δημόσια τέχνη) και το πώς νοείται στο πλαίσιό της η κοινωνία και η πολιτική δράση επ’ αυτής, αρκετά αυτοαναφορικά. Βάσει της ίδιας κεντρικής ιδέας, της έμφασης δηλαδή στον μηχανισμό και το θαύμα, το έργο του Ξαγοράρη συνδιαλέγεται, ειδικότερα, με την ανθρωπολογική θεωρία για την τέχνη που προτείνει ο Alfred Gell. Για τον Gell, τα έργα τέχνης μπορούν να εννοηθούν ως κάποιου τύπου παγίδες, αποτέλεσμα τεχνικών μαγείας, που στοχεύουν να γοητεύσουν το θύμα τους για να το υποτάξουν στις προθέσεις του κατασκευαστή τους. Κατ’ αυτή την έννοια λοιπόν, τα έργα τέχνης ασκούν εξουσία, προσδιορίζουν σχέσεις δύναμης στον κοινωνικό δεσμό. Παράλληλα, ενσωματώνουν δράση και θεωρούνται ομόλογα με πρόσωπα ή, αλλιώς, αποτελούν ενσώματα ίχνη της δράσης του δημιουργού τους, επιμερίζοντας το πρόσωπό του στο χώρο και το χρόνο.