Στο Δ. Γκέφου-Μαδιανού (επιμ.), Όψεις ανθρωπολογικής έρευνας. Πολιτισμός, Ιστορία, Αναπαραστάσεις, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ.395- 434.
Στο άρθρο επιχειρείται η συνοπτική περιγραφή της ιστορίας των σχέσεων μεταξύ τέχνης και ανθρωπολογίας. Πρόκειται για ένα διάλογο που ξεκίνησε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μαζί με την συγκρότηση της ανθρωπολογίας ως επιστήμης, παραμελήθηκε για δεκαετίες και επιστρέφει, τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια, στο επίκεντρο του ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος, συντελώντας στην ανανέωση και των δύο συνομιλητών. Στην Ελλάδα, αν και δεν είναι εύκολο να ανασυστήσουμε όψεις αυτού του διαλόγου που να έχουν το ίδιο βάθος χρόνου και ανάλογη σημασία με όσα συμβαίνουν στην υπόλοιπη Ευρώπη και την Αμερική (ειδικά στις αρχές του 20ού αιώνα αλλά και μέχρι σήμερα), μπορούμε πάντως να διαπιστώσουμε πώς ο διάλογος έχει ήδη ξεκινήσει. Κατ’ αυτή την έννοια, αντιμετωπίζοντας, εν μέρει, με το παρόν άρθρο, τη σχετική έλλειψη βιβλιογραφικών αναφορών στο πεδίο αυτό, ελπίζουμε να συμβάλουμε ώστε να πληθύνουν και να εμβαθύνουν οι συνομιλίες καλλιτεχνών και ανθρωπολόγων στη χώρα μας.
Εκκινώντας με αναφορά τη μελέτη της τέχνης από ανθρωπολογική σκοπιά, δηλαδή την «ανθρωπολογία της τέχνης», μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους στις σχέσεις τέχνης και ανθρωπολογίας (Morphy και Perkins, 2006): Η πρώτη αφορά στις απαρχές της ανθρωπολογίας ως επιστήμης, στα τέλη του 19ου-20ού αιώνα, όταν η τέχνη αποτελεί έναν από τους σημαντικούς τομείς συλλογής στοιχείων για τους άλλους πολιτισμούς. Η δεύτερη αντιστοιχεί στην επιστημονική εδραίωση της ανθρωπολογίας μέχρι το 1960, όταν το ενδιαφέρον για την τέχνη, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μειώνεται πολύ. Η τρίτη περίοδος, από το 1960 μέχρι σήμερα, σηματοδοτεί το ανανεωμένο ενδιαφέρον των ανθρωπολόγων για την τέχνη.
Στο κείμενο αυτό όμως, παρουσιάζονται σύντομα τα παραπάνω στο πρώτο μέρος σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στο χώρο των καλλιτεχνών, ενώ εξετάζονται χωριστά και κάπως αναλυτικότερα, στο δεύτερο μέρος, όσα συμβαίνουν από τις δεκαετίες 1980 και 1990 ως σήμερα. Και αυτό γιατί, με τη σημασία που αποκτούν οι συζητήσεις γύρω από το μεταμοντέρνο και την ανάδειξη της τέχνης ως σημαντικού πεδίου πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών διεκδικήσεων σε διεθνές επίπεδο, τα συμφραζόμενα αλλάζουν κατά πολύ, οι διασυνδέσεις μεταξύ τέχνης και ανθρωπολογίας πολλαπλασιάζονται και ο διάλογος αποκτά το σύγχρονο χαρακτήρα του. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο άρθρο ακολουθούνται τρόποι οριοθέτησης του αντικειμένου που ανταποκρίνονται σε δεδομένα στην ανθρωπολογία της τέχνης (Morphy και Perkins 2006). Χρησιμοποιείται ο όρος «τέχνη» (ενώ αναφέρονται προβλήματα σχετικά με τη χρήση του διαπολιτισμικά), ιδιαίτερα με την έννοια των εικαστικών τεχνών (όπως είθισται να συμβαίνει στην ανθρωπολογία της τέχνης) και γίνεται αποδεκτή η διάκριση μεταξύ εικαστικών τεχνών και άλλων μορφών τέχνης που μελετώνται από εξειδικευμένους (και μάλιστα περισσότερο ανεπτυγμένους) κλάδους της ανθρωπολογίας (όπως η ανθρωπολογία της μουσικής και του χορού, κ.λπ.). Επίσης, θεωρείται διακριτό το αντικείμενο αυτό από την οπτική ανθρωπολογία, την ανθρωπολογία του υλικού πολιτισμού, και ευρύτερα τις πολιτισμικές σπουδές. Πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι γίνεται χρήση των παραπάνω ως καταρχάς περιορισμών, όχι στην προοπτική να διασφαλιστούν σύνορα αλλά αντίθετα για να τεθούν στο μέλλον ουσιαστικότερα ερωτήματα, με βάση σύγχρονες εκδοχές του διαλόγου, ως προς την αναγκαιότητα και τη χρησιμότητα παρόμοιων οριοθετήσεων (βλ. ιδιαίτερα την πρόταση των Marcus και Myers, 1995, για μια κριτική ανθρωπολογία της τέχνης). Ακόμα, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην λεγόμενη εθνογραφική στροφή στην τέχνη (Foster, 1996) ως συγκυρία κατά την οποία έχει δοθεί η δυνατότητα να διερευνηθούν τρόποι ανανέωσης του διαλόγου ανάμεσα σε διαφορετικές όψεις της θεωρίας και πρακτικής τόσο της τέχνης όσο και της ανθρωπολογίας (Schneider και Wright, 2006). Επιχειρείται, εν τέλει, μια σύνοψη της ιστορίας του διαλόγου αυτού σε τρεις ενότητες: θέματα που αφορούν στο διάλογο όπως γίνεται αντιληπτός από την πλευρά των ανθρωπολόγων, καλλιτεχνικές χρήσεις της ανθρωπολογικής θεωρίας και πρακτικής, και το ζήτημα του «πρωτόγονου».