Αθήνα: Αστική πραγματικότητα και ατομική εμπειρία_1998

Στο Ειρμός, τ. 2, σ. 101- 122.

Τα γενικευμένα φαινόμενα αστικοποίησης παγκοσμίως και η δυσφορία απέναντι στη ζωή των μεγάλων σύγχρονων πόλεων, όπως η Αθήνα, μπορούν να θεωρηθούν ότι παραπέμπουν σε μια κρίση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι «κατοικούν» τον περιβάλλοντα κόσμο. Για να διακριβωθεί ο τρόπος δημιουργίας κοινωνικού δεσμού μεταξύ των κατοίκων και των τόπων ζωής τους είναι αναγκαίο να στραφούμε εκ νέου προς την ατομική εμπειρία. Η βιογραφική μέθοδος σε συνδυασμό με την έννοια της κοινωνικής αναπαράστασης μας επιτρέπουν να διερευνήσουμε σε βάθος τις εικόνες της πόλης (και ιδιαίτερα της πόλης της Αθήνας) για τους Έλληνες συνομιλητές μας, καθώς και ορισμένες συμπεριφορές που σχετίζονται με την οικειοποίηση του χώρου της από τα υποκείμενα. 

Η κατασκευή της ατομικής πορείας ζωής, ο στόχος και το νόημα της, φαίνεται να επηρεάζονται σημαντικά από την έλξη που ασκεί το λεγόμενο κέντρο. Το κέντρο θεωρείται στην περίπτωση αυτή τόσο ως συγκεκριμένο αστικό κέντρο (όπως η Αθηναϊκή μεγαλούπολη), όσο και ως αφηρημένη έννοια, βάσει της οποίας οργανώνονται ιεραρχημένες συγκρίσεις μεταξύ πόλεων. Οι συγκρίσεις αυτές οδηγούν σε μια σχετικά ομοιόμορφη, γενική και αφηρημένη σύλληψη της εικόνας της κάθε πόλης, ενώ η εμπειρία ζωής στο πλαίσιό της, όταν υπάρχει, δεν φαίνεται να υποβοηθά ιδιαίτερα τη δημιουργία μιας ξεχωριστής και συγκεκριμένης αναπαράστασης της καθεμιάς. Στο πλαίσιο αυτό, η Αθήνα αποκτά ως σταθερό χαρακτηριστικό: την υποτιθέμενη ασκήμια της. Παρ’ όλο που ο χαρακτηρισμός αυτός αφορά στον ίδιο το χώρο, δηλαδή στο αμάλγαμα στοιχείων του αστικού ιστού που δεν επιτρέπουν την εύκολη αναγνώριση μιας ταυτότητας της πόλης, δικαιολογείται κυρίως από την αναφορά στη χρονική διάσταση, δηλαδή στους εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς με τους οποίους μεταλλάχτηκε το πρόσωπο της Αθήνας τις τελευταίες δεκαετίες και εξακολουθεί να κυλά η ζωή στο κέντρο της. Έτσι, τα άτομα αποκτούν, και πολλές φορές διεκδικούν, μια αποσπασματική εμπειρία της πόλης και μια χρηστική σχέση μαζί της.

Η μεταφορά μιας οιονεί ερωτικής σχέσης με τον ένα ή τον άλλο τύπο περιβάλλοντος (πόλη ή φύση) δίνει, ωστόσο, πρόσβαση σε μικροπρακτικές τελετουργικού και αισθητικού χαρακτήρα, με τις οποίες οι κάτοικοι κατορθώνουν να σχετιστούν, έστω περιστασιακά, με την πόλη ως όλο και να την καταστήσουν τόπο ζωής τους ξαναβρίσκοντας στη σχέση μαζί της τη θερμότητα των πρωτογενών, άμεσων σχέσεων με τους άλλους. Η περιπλάνηση στο ίδιο το κέντρο της πόλης αποτελεί παράδειγμα μιας τέτοιας χειρονομίας η οποία επιτρέπει στον καθένα να αντισταθεί στην επιτάχυνση των ρυθμών ζωής της νεωτερικότητας και να προτείνει μια άλλη πόλη, παιγνιώδη και μαγική, αυτή που δημιουργείται κάθε φορά μέσα από τη συγκεκριμένη διαδρομή που επιλέγει.