Θάνατος: όριο και ερώτημα. Προσεγγίσεις στις σύγχρονες αναπαραστάσεις του θανάτου_1997

Στο Δοκιμές, τ. 7, σ. 7- 40.

Στο άρθρο αυτό αναδεικνύονται όψεις των αναπαραστάσεων του θανάτου στη σύγχρονη ελληνική αστική πραγματικότητα. Το ερευνητικό υλικό προέκυψε από συνεντεύξεις με νέους άνδρες και γυναίκες (25-35 ετών), που προέρχεται από δύο έρευνες στο πεδίο της κοινωνικής ψυχολογίας με κάποια χρονική απόσταση μεταξύ τους (η πρώτη είχε θέμα τις κοινωνικές αναπαραστάσεις του θανάτου σε σχέση με την κατασκευή ατομικής ταυτότητας στους νέους και η δεύτερη την κοινωνική και υποκειμενική κατασκευή της αστικής εμπειρίας σε αντίστοιχο δείγμα).

Το ζήτημα των αναπαραστάσεων του θανάτου μας φέρνει αντιμέτωπους με δύσκολα ερωτήματα, που έχουν να κάνουν με την ίδια την έννοια της αναπαράστασης και του αντικειμένου της. Ταυτοχρόνως επιβάλλει τη διαχείριση της κοινωνιοψυχολογικής προβληματικής στην ουσία της, δηλαδή του προβλήματος των σχέσεων μεταξύ, αφενός, της έννοιας και του βιώματος του προσώπου (όπου η σωματικότητα παίζει κυρίαρχο ρόλο, εφόσον βάσει αυτής φαίνεται να οροθετείται η συγκεκριμένη ατομικότητα μπροστά το γεγονός του θανάτου) και, αφετέρου, του κοινωνικού-υλικού πλαισίου (χώρου, χρόνου και κοινωνικών σχέσεων) μέσα στο οποίο αυτή συγκροτείται. Επιπλέον, οι μεθοδολογικές δυσκολίες είναι πολλές, εφόσον έχουμε να κάνουμε με το άρρητο, με σχέσεις εικόνων και πρακτικών όπου υπάρχει έντονη συναισθηματική φόρτιση, καθώς και με τις μεγάλες διάρκειες στο επίπεδο των νοοτροπιών, αλλά και με τις ρήξεις που επιφέρουν οι εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στο άρθρο αυτό, πραγματεύομαι ορισμένες μόνο όψεις των αναπαραστάσεων του θανάτου, επιχειρώντας σε μια πρώτη φάση να διερευνήσω αν και κατά πόσον η άρνηση του θανάτου εμφανίζεται (κατά την δεκαετία του 1980 τουλάχιστον) στο ελληνικό αστικό σύμπαν. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται συνολικά ο θάνατος ως «κίνδυνος» αλλά και οι εικόνες που γεννιούνται από τις συγκεκριμένες αιτίες θανάτου που αναφέρονται, φαίνεται να βεβαιώνει κάτι τέτοιο, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη σημασία της διάκρισης των φύλων στο θέμα αυτό. Αναζητώντας, στη συνέχεια, άξονες οργάνωσης συνολικών συστημάτων αναπαραστάσεων του «κόσμου», είναι δυνατό να διακρίνουμε δύο κατηγορίες στάσεων: οι μεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως υπερβατικές, οι δε ως συμβατικές. 

Μπροστά στο καίριο ερώτημα της συγκρότησης της ατομικής ταυτότητας, σύμφυτης με τη σχέση με τον άλλο και τον κόσμο, και της ρήξης της συνέχειας μιας ιστορίας ζωής που θέτει το γεγονός του θανάτου, μπορούμε να αναζητήσουμε στα λεγόμενα των συνομιλητών μου, όχι σαφείς ορισμούς αλλά νύξεις σχετικές με την παραδοξότητα, την απουσία, την άρνηση. Η αμφίσημη έννοια του τέλους και του «ορίου» αναδεικνύονται ως κατ’εξοχήν συνώνυμες με αυτή του θανάτου, υποδεικνύοντας την εκκρεμότητα των σημασιών, την έλλειψη «απαντήσεων» άλλων από τις κατασκευές που προσφέρει η κοινή λογική (οι οποίες αποκλείουν την ανάδυση της ριζικής διαφοράς που εμφανίζεται με το θάνατο) και οδηγούν, εν κατακλείδι, σε αναστοχασμό όσον αφορά στους ίδιους του όρους του ερευνητικού εγχειρήματος.