σε συνεργασία με τον Δ. Αγραφιώτη)
Στο Ελληνικά Αρχεία AIDS, τ. 13 (1), xxx-xx, σ. 31-42.
Στο άρθρο αυτό διερευνώνται οι τρόποι διασύνδεσης μεταξύ Ανθρωπολογίας της Υγείας και Νέας Δημόσιας Υγείας και επιχειρείται μια πρώτη απάντηση στα πλαίσια της ελληνικής εμπειρίας με βάση το παράδειγμα του AIDS.
Συγκεκριμένα, στο πρώτο μέρος εξετάζονται οι σχέσεις μεταξύ Νέας Δημόσιας Υγείας, Ανθρωπολογίας και Ανθρωπολογίας της Υγείας. Επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι η εφαρμοσμένη διάσταση της Ανθρωπολογίας της Υγείας καθώς και πολλά άλλα θέματα που προκύπτουν από τη θεσμική κατοχύρωση μιας τέτοιας εξειδίκευσης προκαλούν γόνιμες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ανθρωπολογίας. Γίνεται αναφορά στις απόψεις των M. Augé (1986) και N. Scheper-Hughes (1990, 1994), στις οποίες διαφαίνεται η κεντρική σημασία των αντιλήψεων περί σώματος στην προσέγγιση της υγείας και της αρρώστιας, που οδηγούν και σε συγκεκριμένες επιλογές πολιτικού και ηθικού τύπου στο πεδίο των εφαρμογών. Στο δεύτερο μέρος του άρθρου, πραγματευόμαστε τη συμβολή της Ανθρωπολογίας της Υγείας στην αντιμετώπιση του AIDS, με αναφορά στη διεθνή βιβλιογραφία και ιδιαίτερα στις απόψεις του R. Frankenberg (1995), ο οποίος εφιστά την προσοχή των ανθρωπολόγων, πέρα από τις βεβαιότητες των φορέων με τους οποίους συνεργάζονται (γιατρών, κ.ά.), στις ενσώματες, βιωμένες και διαρκείς πολιτισμικές πρακτικές ατόμων σε δεδομένο τόπο και χρόνο. Το τρίτο μέρος επικεντρώνεται σε παράλληλες αναγνώσεις ερευνών γύρω από το AIDS του τομέα Κοινωνιολογίας της Ε.Σ.Δ.Υ., ο οποίος διαθέτει εμπειρία της εφαρμογές στο πλαίττηςης Νέας Δημόσιας Υγείας που στηρίζονται σε διεπιστημονικές συνεργασίες μεταξύ κοινωνικών επιστημόνων- και Ελλήνων ανθρωπολόγων (όπως της Ε. Πλεξουσάκη και του Κ. Γιαννακόπουλου).
Διαπιστώνεται, εντέλει, ότι παρόλο που οι στόχοι της Νέας Δημόσιας Υγείας και της Ανθρωπολογίας της Υγείας δεν συμβαδίζουν σε κάθε περίπτωση, υφίστανται πολλαπλές δυνατότητες συνάρθρωσης μεταξύ τους. Η ελληνική εμπειρία, αν και περιορισμένη, μπορεί να προσφέρει συγκεκριμένες κατευθύνσεις για την ανάπτυξη των δυνατοτήτων αυτών τόσο σε θεωρητικό όσο και σε μεθοδολογικό επίπεδο, με τον όρο ότι θα προστεθούν νέα και πολλαπλά ερευνητικά εγχειρήματα που θα επιτρέψουν τη συσσώρευση γνώσης και εξειδικευμένων εφαρμογών.