Πώς συσχετίζονται οι αισθήσεις με το σώμα; Κοινωνικές αναπαραστάσεις του σώματος στην Ελλάδα του ’90_2005

Στο Δοκιμές, τ. 13-14, σ. 61-100.

Στο άρθρο αυτό αναδεικνύονται όψεις των κοινωνικών αναπαραστάσεων του σώματος στην Ελλάδα του ’90, με βάση ερευνητικό υλικό που συλλέχθηκε στο πλαίσιο ευρύτερης έρευνας με θέμα την αστική εμπειρία (βλ. διδακτορική διατριβή) αλλά δεν συμπεριλήφθηκε στα αποτελέσματά της. Συνεντεύξεις πενήντα τεσσάρων ανδρών και γυναικών ηλικίας από εικοσι πέντε ως τριαντα πέντε ετών μας επιτρέπουν σήμερα να εξετάσουμε τις κοινωνικές αναπαραστάσεις του σώματος τόσο ως αυτόνομο ερώτημα όσο και ως ζήτημα που συνδέεται με την αστική εμπειρία. Υπό αυτή την προοπτική, οι αναπαραστάσεις του σώματος εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των μεταβολών των κοινωνικών σχέσεων στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του ‘90 και επιτρέπουν ανανεωμένες αναγνώσεις τους.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ο λόγος για το σώμα περιορίζεται σε αναφορές σε συγκεκριμένες πρακτικές ελέγχου που κρατούν το σώμα σε φόρμα τόσο από την άποψη της εμφάνισης όσο και από την άποψη της υγείας. Οι στάσεις απέναντι στο σώμα χαρακτηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από τη μεταβολή, τη σύγκρουση, την άρνηση, ενώ η αποστασιοποίηση από τον σωματικό εαυτό υποβοηθά στη διαμόρφωσή του με βάση τα ισχύοντα πρότυπα. Το σώμα καταλήγει έτσι να γίνεται αντιληπτό, για την πλειονότητα, ως χρηστικό αντικείμενο, εργαλείο στο πλαίσιο της συμβολικής, υλικής και γνωστικής διαχείρισης των κοινωνικών σχέσεων, το οποίο διευκολύνει την κατασκευή διακρίσεων με στόχο την κοινωνική άνοδο.

Ενδιαφέρον και μη αναμενόμενο αποτέλεσμα αποτελεί η αποσύνδεση των αναφορών στο σώμα από αυτές που σχετίζονται με τις αισθήσεις. Η αντιμετώπιση των αισθήσεων βρίσκεται στον αντίποδα αυτής του σώματος, δηλαδή κυριαρχεί η θετική στάση και η έλλειψη αποστασιοποίησης. Ετσι, παρ’ όλη τη δυσκολία να γενικευτούν οι αναφορές στις αισθήσεις (εφόσον η καθεμία φαίνεται να δρα με ιδιαίτερο τρόπο ως κοινωνικός δεσμός), διαφαίνεται ότι συνδέονται στο σύνολό τους με αναβίωση συγκεκριμένων στιγμών-εικόνων του παρελθόντος που αναφέρονται σε κοινωνικές σχέσεις, σχέσεις με τον εαυτό και τους άλλους. 

Στο βαθμό που η αναφορά στις αισθήσεις παραπέμπει σε μια βιωμένη ως εσωτερική, υποκειμενική και συγκινησιακά φορτισμένη πραγματικότητα που εκλαμβάνεται ως δεδομένη, αντιτίθεται στην εμπειρία του σώματος, το οποίο γίνεται αντιληπτό ως εξωτερική, πραγμοποιημένη και υπό διαρκή αναδιαμόρφωση πραγματικότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συγκίνηση μέσω της αναφοράς στις αισθήσεις σηματοδοτεί τον οικείο, υποτίθεται μη διαμεσολαβημένο κόσμο των σχέσεων σώμα με σώμα, ενώ ο έλεγχος του σώματος ευνοεί την εξέλιξη προς την κατεύθυνση τυπικών, διαμεσολαβημένων σχέσεων που χαρακτηρίζουν τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Στο σημείο αυτό, η διάκριση που επιχειρούν οι Mellor και Shilling (1997) μεταξύ δύο μορφών κοινωνικότητας που χαρακτηρίζονται ως τυπικοί σύνδεσμοι και αλληλεγγυότητες αισθήσεων μας βοηθά να αναγνωρίσουμε, στην αποσύνδεση σώματος και αισθήσεων στο δείγμα μας, ιδιαιτερότητες σωματοποιημένων κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν, εν μέρει, την ελληνική πραγματικότητα της δεκαετίας του ’90. Επιπλέον, μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε τη συμβολή της έννοιας της «κοινωνικής αναπαράστασης» στη μελέτη μορφών κοινωνικότητας που στηρίζονται σε γνωστικά προσανατολισμένες, συναινετικές κοινωνικές σχέσεις, όπου το ατομικό στοιχείο συνδέεται με το συλλογικό μέσω της «αναπαράστασης». Ενδιαφέρον θα είχε, ωστόσο, η συστηματικότερη διερεύνηση και εκείνων των διαστάσεων της έννοιας που έχουν αισθητικό- αισθητηριακό χαρακτήρα, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε επανεξέταση του ορισμού του «υποκειμένου» μιας κοινωνικής αναπαράστασης.