Στο Τετράδια Ψυχιατρικής, 2ο Πανελλήνιο Ψυχιατρικό Συνέδριο «Τέχνη & Ψυχιατρική» (Χανιά, 20-23 Μαΐου 2010), Οκτώβριος– Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2010, τ. 112, σ. 39-44.
Οι χρήσεις των εικαστικών τεχνών στην ελληνική ψυχιατρική έχουν πολλαπλασιαστεί μετά την ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Κατά πόσο όμως συνδέεται η παραγωγή εικαστικού έργου στις ελληνικές δομές ψυχικής υγείας με την ευρύτερη, σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία στη χώρα μας και διεθνώς; Γνωρίζουμε ότι κατά την περίοδο του μοντερνισμού οι καλλιτέχνες της πρωτοπορίας είχαν βοηθήσει ιδιαίτερα στην ανάδειξη της τέχνης που συνδεόταν με την ψυχική ασθένεια. Σήμερα η εξασφάλιση παρόμοιων διασυνδέσεων, παρότι δυσχερέστερη, θα μπορούσε να προωθήσει κατά πολύ την θεραπεία, τον αποστιγματισμό και την κοινωνική αποκατάσταση των χρηστών υπηρεσιών ψυχικής υγείας που ενδιαφέρονται για τα εικαστικά. Σε μια τέτοια προοπτική, στο κείμενο αυτό συζητώ την απόσταση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ του σύγχρονου κόσμου της τέχνης και της τέχνης –ειδικότερα των εικαστικών τεχνών– που παράγεται σε δομές ψυχικής υγείας, επιχειρώντας να διευκρινίσω ορισμένες συνθήκες και ορισμένες συνέπειες της με τη βοήθεια της ανθρωπολογίας της τέχνης.
Διαπιστώνεται πως η αποστασιοποίηση της σύγχρονης τέχνης από την εικαστική παραγωγή στην ψυχιατρική δηλώνει ενός είδους συμμετοχή, και με αυτόν τον τρόπο, στην επεξεργασία όρων και κατηγοριών γύρω τόσο από την τέχνη όσο και από τον εαυτό. Στο πεδίο αυτό, κεντρικό ρόλο στη διακυβέρνηση υποκειμενικοτήτων παίζουν οι «ψυ» επιστήμες, όπως τις χαρακτηρίζει ο Rose (1989). Η σύγχρονη αποστασιοποίηση πολλών καλλιτεχνών, συνιστά, πιθανώς, μια αντίσταση στην αυξανόμενη εμπλοκή των επιστημών αυτών στο θέμα της τέχνης. Υπό την κυριαρχία των «ψυ» επιστημών, η τέχνη εντός της ψυχιατρικής, με δεδομένο τον ήδη θεσμοποιημένο χαρακτήρα της, τείνει να είναι αναγνωρίσιμη αλλά όχι εξελίξιμη. Και καθώς δεν επιδεικνύει καινοτομία, κεντρική αξία του δυτικού κόσμου της τέχνης, απαξιώνεται από αυτόν ως δημιουργία. Η νέα παραγωγή επιβεβαιώνει μια ήδη διαμορφωμένη, ιδιαίτερη ταυτότητα, επισημαίνοντας μια διαφορά με όρους που οδηγούν εκ νέου στην περιθωριοποίηση. Αποστιγματίζει εν μέρει, γιατί διαθέτει πρόσβαση σε κάποιο, περιορισμένο μάλλον, κοινό, αλλά στιγματίζει εκ νέου, κατά μία έννοια, γιατί είτε κυκλοφορεί σε κανάλια που είναι ιδιαίτερα και δεν εκβάλλουν στις αρτηρίες του σύγχρονου καλλιτεχνικού κόσμου, είτε βρίσκει δίοδο περιστασιακά σε σύγχρονους θεσμούς, επειδήακριβώς είναι «διαφορετική», στο πλαίσιο της σύγχρονης επιθυμίας για κατανάλωση κάθε είδους πολιτισμικής ή άλλης διαφοράς.
Γενικεύοντας, και παρά τις εξαιρέσεις, οι χρήσεις των τεχνών στις δομές της ψυχικής υγείας φαίνεται, σήμερα, να εξειδικεύονται και να εντατικοποιούνται στην υπηρεσία μιας βιοπολιτικής που στοχεύει στην παραγωγή «υπεύθυνων» αυτοδιακυβερνώμενων εαυτών. Σ’αυτή την προοπτική, αποφεύγοντας κάθε «μεταψυχολογία» και κάθε ουσιοποίηση μιας ψυχικής «εσωτερικότητας» μπορούμε, από ανθρωπολογική σκοπιά, να αναδείξουμε την υλικότητα των σωμάτων (Lock 2005:300), την ενσωμάτωση των εαυτών και των συναισθημάτων. Η έμφαση στη σωματικότητα συνιστά θεωρητική προοπτική της ανθρωπολογίας με ιδιαίτερη σημασία στο χώρο της υγείας, όπου αναπτύσσεται ενάντια στον κυρίαρχο λόγο της βιοϊατρικής. Αναδεικνύει όμως και ένα σταυροδρόμι μεταξύ ανθρωπολογίας της υγείας και ανθρωπολογίας της τέχνης, καθώς διαμορφώνει παράλληλα ένα ιδιαίτερο βλέμμα μέσα από το οποίο αναδεικνύεται ένας ευρύτερος υλικός κόσμος διυποκειμενικών σχέσεων, μιας αλληλοδιαμόρφωσης υποκειμενικοτήτων και χώρων, χρόνων και αντικειμένων, που ενσωματώνουν τη δική τους δράση και διαθέτουν, όπως θα έλεγαν ορισμένοι ανθρωπολόγοι, μια δική τους βιογραφία. Σε αυτό το βλέμμα, οι διαδικασίες μορφοποίησης σχέσεων και πραγμάτων αναδεικνύονται ως προς την αισθητική τους διάσταση και υποδηλώνουν τις πολλές και σύνθετες σχέσεις τους με την τέχνη. Είναι ένα βλέμμα που, ομολογουμένως, ασκείται εξειδικευμένα κατά την εικαστική εκπαίδευση και ένα βλέμμα, επίσης, που σύμφωνα με ορισμένες νεότερες κατευθύνσεις της ανθρωπολογίας, μπορεί να διαμορφωθεί στην κόψη μεταξύ ανθρωπολογίας και τέχνης, και ως εκ τούτου, δεν διακρίνει απλές φόρμες αλλά τις κοινωνικές τους μορφοποιήσεις.